- επεισκυκλώ
- ἐπεισκυκλῶ, -έω (Α)1. στοιβάζω το ένα πάνω στο άλλο, συσσωρεύω («ὧν ἀμελήσαντες οἱ πολλοὶ τὰ μηδέν προσήκοντα ἐπεισκυκλοῡσι», Λουκιαν.)2. παθ. ἐπεισκυκλοῡμαι. εισάγομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισκυκλώ «εισφέρω»].
Dictionary of Greek. 2013.